- ἐκτείνοντες
- ἐκτείνωstretch outpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TAEPOCON — in aliis Codicib. Taenpocon, item Tahenpocon, Festo fuit genus scribendi deorsum versus, ut nunc dextrorsum scribimus. Quarum lectionum cui adhaereant, non habent Eruditi: Quidam tamen observant, habere hoc scribendi genus, aliquid commune… … Hofmann J. Lexicon universale
παρακονδύλιος — α, ο ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κόνδυλο οστού 2. φρ. «παρακονδύλια απόφυση» ανατ. η κάτω έξω προεξοχή τού βραχιόνιου οστού, από την οποία εκφύονται οι εκτείνοντες μύες τού πήχεως και ο αγκωνιαίος μυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
τενόντιος — α, ο, Ν [τένων, οντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τένοντες («τενόντιες ίνες») 2. φρ. α) «τενόντια άτρακτος» ανατ. αισθητήριο όργανο τής μυϊκής αίσθησης β) «τενόντια έλυτρα» ανατ. ορογόνοι σωληνοειδείς σχηματισμοί με διπλό τοίχωμα οι… … Dictionary of Greek